lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

επίθεση στα πορτογαλικά

Λέξη:
επίθεση (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (14):
aceso, acesso, acometida, agredir, agressão, arremetida, atacar, ataque, atentado, atraco, crise, entrada, ofensiva, provocaria
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά επίθεση, επίθεση τύπου ddos, επίθεση στον γερμανό πρεσβη, επίθεση στο σταθμό 13, επίθεση στη γερμανική πρεσβεία, επίθεση στα γραφεία του πασοκ, επίθεση στα πορτογαλικά, aceso στα ελληνικά
επίθεση στα πορτογαλικά