lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

μήτρα στα ουγγρική

Λέξη:
μήτρα (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-ουγγρική
Μεταφράσεις (4):
méh, kebel, mell, öl
Σχετικές λέξεις:
ουγγρική μήτρα, μήτρα του ansoff, μήτρα στρατηγικού σχεδιασμού, μήτρα στην εγκυμοσύνη, μήτρα στα αγγλικά, μήτρα σε σχήμα καρδιάς, μήτρα στα ουγγρική, méh στα ελληνικά
μήτρα στα ουγγρική