lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

μεσολάβηση στα ουγγρική

Λέξη:
μεσολάβηση (Αριθμός των γραμμάτων: 10)
Λεξικό:
ελληνικά-ουγγρική
Μεταφράσεις (2):
beavatkozás, intervenció
Σχετικές λέξεις:
ουγγρική μεσολάβηση, μεσολάβηση συνώνυμο, μεσολάβηση και διαιτησία, δικαστική μεσολάβηση, διαπολιτισμική μεσολάβηση, μεσολάβηση στα ουγγρική, beavatkozás στα ελληνικά
μεσολάβηση στα ουγγρική