lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

σαρώνω στα δανική

Λέξη:
σαρώνω (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (4):
børste, feje, ferie, soppe
Σχετικές λέξεις:
δανική σαρώνω, σαρώνω συνώνυμο, σαρώνω συνωνυμα, σαρώνω ετυμολογία, σαρώνω βικιλεξικο, σαρώνω στα δανική, børste στα ελληνικά
σαρώνω στα δανική