lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

μύτη στα ουγγρική

Λέξη:
μύτη (Αριθμός των γραμμάτων: 4)
Λεξικό:
ελληνικά-ουγγρική
Μεταφράσεις (2):
csőr, hajóorr
Σχετικές λέξεις:
ουγγρική μύτη, μύτη στα αρχαία, μύτη σκύλου, μύτη σαν σαλάμι, μύτη που ματώνει, μύτη ονειροκρίτης, μύτη στα ουγγρική, csőr στα ελληνικά
μύτη στα ουγγρική