lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

στολή στα ρωσικά

Λέξη:
στολή (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-ρωσικά
Μεταφράσεις (12):
гладкий, гомогенный, единообразный, китель, монолитный, мундир, однородный, равномерен, равномерный, ровный, форма, цельный
Σχετικές λέξεις:
ρωσικά στολή, στολή σουλιώτισσας, στολή ραπουνζελ, στολή πειρατή, στολή ξωτικού, στολή καουμπόι, στολή στα ρωσικά, гладкий στα ελληνικά
στολή στα ρωσικά