lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

άρρωστος στα ουκρανικά

Λέξη:
άρρωστος (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (10):
інвалід, недійсний, нездоровий, непрацездатний, погано, хворий, хворій, хворобливий, хворої, хворою
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά άρρωστος, άρρωστος σκύλος, άρρωστος ονειροκρίτης, άρρωστος ο φίλιππος συρίγος, άρρωστος ο σαμαράς, άρρωστος ο σάκης μπουλάς, άρρωστος στα ουκρανικά, інвалід στα ελληνικά
άρρωστος στα ουκρανικά