lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

άρρωστος στα λευκορωσίας

Λέξη:
άρρωστος (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-λευκορωσίας
Μεταφράσεις (2):
балючы, хворы
Σχετικές λέξεις:
λευκορωσίας άρρωστος, άρρωστος σκύλος, άρρωστος ονειροκρίτης, άρρωστος ο φίλιππος συρίγος, άρρωστος ο σαμαράς, άρρωστος ο σάκης μπουλάς, άρρωστος στα λευκορωσίας, балючы στα ελληνικά
άρρωστος στα λευκορωσίας