lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

άρρωστος στα ρωσικά

Λέξη:
άρρωστος (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-ρωσικά
Μεταφράσεις (7):
болезнь, болен, больной, вредный, нездоровый, немощный, хворый
Σχετικές λέξεις:
ρωσικά άρρωστος, άρρωστος σκύλος, άρρωστος ονειροκρίτης, άρρωστος ο φίλιππος συρίγος, άρρωστος ο σαμαράς, άρρωστος ο σάκης μπουλάς, άρρωστος στα ρωσικά, болезнь στα ελληνικά
άρρωστος στα ρωσικά