lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

άρρωστος στα τσεχική

Λέξη:
άρρωστος (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (15):
bolest, chorobný, churavý, mdlý, neduživý, nemoc, nemocen, nemocný, nezdravý, pomatený, trpící, zle, zlo, zlý, špatně
Σχετικές λέξεις:
τσεχική άρρωστος, άρρωστος σκύλος, άρρωστος ονειροκρίτης, άρρωστος ο φίλιππος συρίγος, άρρωστος ο σαμαράς, άρρωστος ο σάκης μπουλάς, άρρωστος στα τσεχική, bolest στα ελληνικά
άρρωστος στα τσεχική