lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ένα στα ουκρανικά

Λέξη:
ένα (Αριθμός των γραμμάτων: 3)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (9):
якийсь, один, одному, виключний, винятковий, ексклюзивний, єдиний, підошва, деякий
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά ένα, ένα φιλάκι είναι λίγο, ένα τραγούδι για την κεφαλονιά, ένα το χελιδόνι, ένα παλικάρι 20 χρονών, ένα παιδί ένας κόσμος, ένα στα ουκρανικά, якийсь στα ελληνικά
ένα στα ουκρανικά