lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ένα στα πορτογαλικά

Λέξη:
ένα (Αριθμός των γραμμάτων: 3)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (22):
algum, alguém, certo, enésimo, exclusivo, indubitável, integral, isolado, qualquer, seguro, singular, solo, sonsinho, sozinho, só, um, uma, una, uniforme, uno, ímpar, único
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά ένα, ένα φιλάκι είναι λίγο, ένα τραγούδι για την κεφαλονιά, ένα το χελιδόνι, ένα παλικάρι 20 χρονών, ένα παιδί ένας κόσμος, ένα στα πορτογαλικά, algum στα ελληνικά
ένα στα πορτογαλικά