lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ήττα στα ουκρανικά

Λέξη:
ήττα (Αριθμός των γραμμάτων: 4)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (13):
биття, відмова, голод, збиток, лизання, лихо, нещастя, побої, поразка, поразку, рак, ураження, шкода
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά ήττα, ήττα των γάλλων στο ντιέν μπιέν φου, ήττα του 1897, ήττα συνώνυμα, ήττα παίδες ελλήνων, ήττα ολυμπιακού, ήττα στα ουκρανικά, биття στα ελληνικά
ήττα στα ουκρανικά