lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αβοκάντο στα ουκρανικά

Λέξη:
αβοκάντο (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (1):
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά αβοκάντο, αβοκάντο χοληστερίνη, αβοκάντο φυτό, αβοκάντο συνταγές, αβοκάντο σαλάτα, αβοκάντο κουκούτσι, αβοκάντο στα ουκρανικά, авокадо στα ελληνικά
αβοκάντο στα ουκρανικά