lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αδυναμία στα ουκρανικά

Λέξη:
αδυναμία (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (10):
безсилля, вада, водянистість, кволість, крихкість, розрідженість, розслаблення, слабість, слабкість, убогість
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά αδυναμία, αδυναμία σύνδεσης με τον πραγματικό ιστότοπο www.google.gr, αδυναμία σύνδεσης με τον πραγματικό ιστότοπο, αδυναμία συγκέντρωσης, αδυναμία στα χέρια, αδυναμία πληρωμής δανείου, αδυναμία στα ουκρανικά, безсилля στα ελληνικά
αδυναμία στα ουκρανικά