lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αδυναμία στα πορτογαλικά

Λέξη:
αδυναμία (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (6):
carência, deficiência, desfalecimento, falta, languidez, latitude
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά αδυναμία, αδυναμία σύνδεσης με τον πραγματικό ιστότοπο www.google.gr, αδυναμία σύνδεσης με τον πραγματικό ιστότοπο, αδυναμία συγκέντρωσης, αδυναμία στα χέρια, αδυναμία πληρωμής δανείου, αδυναμία στα πορτογαλικά, carência στα ελληνικά
αδυναμία στα πορτογαλικά