lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ακατέργαστος στα ουκρανικά

Λέξη:
ακατέργαστος (Αριθμός των γραμμάτων: 12)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (20):
брутальний, важкий, грубий, жорсткий, жорстокий, зернистий, кудлатий, масивний, мозолястий, міцний, нерівний, розірваний, різкий, суворий, терпкий, тяжкий, шерехатий, шершавий, шорсткий, шорсткуватий
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά ακατέργαστος, ακατέργαστος χαλαζίας, ακατέργαστος συνώνυμο, ακατέργαστος συνώνυμα, ακατέργαστος λίθος, ακατέργαστος καπνός, ακατέργαστος στα ουκρανικά, брутальний στα ελληνικά
ακατέργαστος στα ουκρανικά