lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ακατέργαστος στα πορτογαλικά

Λέξη:
ακατέργαστος (Αριθμός των γραμμάτων: 12)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (15):
abrasivo, abrupto, acre, agreste, basto, bronco, brusco, chocante, cru, escarpado, grosseiro, ronco, rude, áspero, íngreme
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά ακατέργαστος, ακατέργαστος χαλαζίας, ακατέργαστος συνώνυμο, ακατέργαστος συνώνυμα, ακατέργαστος λίθος, ακατέργαστος καπνός, ακατέργαστος στα πορτογαλικά, abrasivo στα ελληνικά
ακατέργαστος στα πορτογαλικά