lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αντίγραφο στα ουκρανικά

Λέξη:
αντίγραφο (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (33):
багаторазовий, видання, вишикуватися, відтворення, генеалогія, двійник, дублікат, запис, зморшка, колега, колія, копія, лінія, обдурювання, обрис, переписування, повторення, подоба, протилежність, репліка, репродукування, риска, рукопис, ряд, різнобічний, різноманітний, схожість, тенор, тираж, транскрипція, тягнутися, черга, численний
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά αντίγραφο, αντίγραφο φορολογικής δήλωσης, αντίγραφο πτυχίου, αντίγραφο ποινικού μητρώου δικαστικής χρήσης, αντίγραφο ποινικού μητρώου, αντίγραφο ληξιαρχικής πράξης γέννησης, αντίγραφο στα ουκρανικά, багаторазовий στα ελληνικά
αντίγραφο στα ουκρανικά