lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

απολαμβάνω στα ουκρανικά

Λέξη:
απολαμβάνω (Αριθμός των γραμμάτων: 10)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (9):
вадити, завадити, кохати, любити, подібно, подобатися, прикиньтеся, сподобатися, схожий
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά απολαμβάνω, απολαμβάνω τινός, απολαμβάνω συνώνυμα, απολαμβάνω στιχοι, απολαμβάνω προστακτική, απολαμβάνω λεξικο, απολαμβάνω στα ουκρανικά, вадити στα ελληνικά
απολαμβάνω στα ουκρανικά