lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αποφασιστικός στα ουκρανικά

Λέξη:
αποφασιστικός (Αριθμός των γραμμάτων: 13)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (26):
апокаліпсичний, беззастережний, визначений, визначний, вирішальний, вирішений, встановлений, догматичний, категоричний, міцний, навмисний, непохитний, несподівано, остаточний, прямий, прямо, раптово, рішучий, сильнодіючий, твердий, товстий, товстуватий, фатальний, фірма, фірмовий, цілковитий
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά αποφασιστικός, αποφασιστικός συνώνυμο, αποφασιστικός συνώνυμα, αποφασιστικός στα αγγλικα, αποφασιστικός στα ουκρανικά, апокаліпсичний στα ελληνικά
αποφασιστικός στα ουκρανικά