lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αποφασιστικός στα πορτογαλικά

Λέξη:
αποφασιστικός (Αριθμός των γραμμάτων: 13)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (13):
afirmativo, animoso, categórico, consistente, constante, decidido, decisivo, determinado, firme, positivo, rijo, rotundo, terminante
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά αποφασιστικός, αποφασιστικός συνώνυμο, αποφασιστικός συνώνυμα, αποφασιστικός στα αγγλικα, αποφασιστικός στα πορτογαλικά, afirmativo στα ελληνικά
αποφασιστικός στα πορτογαλικά