lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αυλάκι στα ουκρανικά

Λέξη:
αυλάκι (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (20):
борозна, вишикувати, вишикуватися, виїмка, вправа, генеалогія, жолобок, зморшка, колія, лінія, натаскувати, обрис, паз, риска, рутина, ряд, тренування, тренувати, тягнутися, черга
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά αυλάκι, αυλάκι χάρτης, αυλάκι φθιώτιδας, αυλάκι φήκη, αυλάκι πόρτο ράφτη χάρτης, αυλάκι πόρτο ράφτη, αυλάκι στα ουκρανικά, борозна στα ελληνικά
αυλάκι στα ουκρανικά