lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

βάφω στα ουκρανικά

Λέξη:
βάφω (Αριθμός των γραμμάτων: 4)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (7):
зображати, зображувати, зобразити, зобразіть, малювати, описати, описувати
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά βάφω, βάφω το σπίτι μου, βάφω το σπίτι, βάφω παλιά έπιπλα, βάφω μόνος μου το σπίτι, βάφω μόνος μου, βάφω στα ουκρανικά, зображати στα ελληνικά
βάφω στα ουκρανικά