lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

βάφω στα τσεχική

Λέξη:
βάφω (Αριθμός των γραμμάτων: 4)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (19):
barvit, kreslit, krášlit, líčit, malovat, nabarvit, nalíčit, namalovat, natírat, natřít, okrášlit, omalovat, popisovat, popsat, vykreslit, vylíčit, vymalovat, vyobrazit, zastírat
Σχετικές λέξεις:
τσεχική βάφω, βάφω το σπίτι μου, βάφω το σπίτι, βάφω παλιά έπιπλα, βάφω μόνος μου το σπίτι, βάφω μόνος μου, βάφω στα τσεχική, barvit στα ελληνικά
βάφω στα τσεχική