lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ακονίζω στα τσεχική

Λέξη:
ακονίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (17):
brousit, bystřit, mířit, nabrousit, namířit, naostřit, obtáhnout, ostřit, ořezat, přiostřit, vybrousit, zacílit, zahrotit, zaostřit, zašpičatit, zostřit, zvýšit
Σχετικές λέξεις:
τσεχική ακονίζω, πως ακονίζω, ακονίζω το μυαλό μου, ακονίζω συνώνυμα, ακονίζω στα αγγλικα, ακονίζω μαχαίρια, ακονίζω στα τσεχική, brousit στα ελληνικά
ακονίζω στα τσεχική