lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

διαρρηγνύω στα ουκρανικά

Λέξη:
διαρρηγνύω (Αριθμός των γραμμάτων: 10)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (2):
вламуватися, уламуватися
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά διαρρηγνύω, διαρρηγνύω τα ιμάτια, διαρρηγνύω τα ιμάτιά μου, διαρρηγνύω συνωνυμα, διαρρηγνύω λεξικό, διαρρηγνύω κλιση, διαρρηγνύω στα ουκρανικά, вламуватися στα ελληνικά
διαρρηγνύω στα ουκρανικά