lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

δροσερός στα ουκρανικά

Λέξη:
δροσερός (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (12):
відвідувач, другий, збуджений, новий, прохолодний, свіжий, холод, холодний, ще, юнацький, юний, інший
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά δροσερός, δροσερός συνώνυμα, δροσερός translation, δροσερός στα ουκρανικά, відвідувач στα ελληνικά
δροσερός στα ουκρανικά