lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

δροσερός στα πορτογαλικά

Λέξη:
δροσερός (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (7):
fresco, frio, novo, original, recente, suevo, decente
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά δροσερός, δροσερός συνώνυμα, δροσερός translation, δροσερός στα πορτογαλικά, fresco στα ελληνικά
δροσερός στα πορτογαλικά