lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

επενδύω στα ουκρανικά

Λέξη:
επενδύω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (7):
вкладати, вкласти, додавати, додати, огородити, оточіть, розміщувати
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά επενδύω, επενδύω συνώνυμο, επενδύω συνώνυμα, επενδύω συναισθηματικά, επενδύω στα αγγλικα, επενδύω λεξικό, επενδύω στα ουκρανικά, вкладати στα ελληνικά
επενδύω στα ουκρανικά