lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

μέλος στα ουκρανικά

Λέξη:
μέλος (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (5):
кінцівка, учасник, член, конечність, край
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά μέλος, μέλοσ τησ χρυσήσ αυγήσ, μέλος χρυσής αυγής, μέλος φάντασμα, μέλος τεε, μέλος συριζα, μέλος στα ουκρανικά, кінцівка στα ελληνικά
μέλος στα ουκρανικά