lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

επουλώνω στα ουκρανικά

Λέξη:
επουλώνω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (6):
годувальниця, гоїти, лікувати, медсестра, нянька, няньчити
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά επουλώνω, επουλώνω στα ουκρανικά, годувальниця στα ελληνικά
επουλώνω στα ουκρανικά