lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ερημίτης στα ουκρανικά

Λέξη:
ερημίτης (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (3):
пустельник, самітник, троглодит
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά ερημίτης, πέτρος ερημίτης, μάκησ ερημίτησ, ερημίτησ παξοί, ερημίτης ταρώ, ερημίτης μοναχός ιωσήφ, ερημίτης στα ουκρανικά, пустельник στα ελληνικά
ερημίτης στα ουκρανικά