lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ζωηρός στα ουκρανικά

Λέξη:
ζωηρός (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (37):
бадьорий, бадьористий, бистрий, гострий, грайливий, графічний, дразливий, жартівливий, жвавий, живий, живою, живої, живій, живіть, жити, житловий, життя, життєрадісний, зухвалий, кмітливий, легенький, мешкати, моторний, мускулистий, наочний, пожити, проворний, проживати, прямий, розбиття, свіжий, спритний, характерний, швидкий, юнацький, юний, яскравий
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά ζωηρός, ζωηρός συνώνυμα, ζωηρός στα αγγλικά, ζωηρός μετάφραση, ζωηρός μαθητής της δευτέρας, ζωηρός μαθητής, ζωηρός στα ουκρανικά, бадьорий στα ελληνικά
ζωηρός στα ουκρανικά