lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ληστεύω στα ρωσικά

Λέξη:
ληστεύω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-ρωσικά
Μεταφράσεις (4):
восхищать, грабить, ограбить, пограбить
Σχετικές λέξεις:
ρωσικά ληστεύω, ληστεύω στα ρωσικά, восхищать στα ελληνικά
ληστεύω στα ρωσικά