lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ιδιότροπος στα ουκρανικά

Λέξη:
ιδιότροπος (Αριθμός των γραμμάτων: 10)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (12):
вередливий, грайливий, деспотичний, довільний, зіпсований, неправильний, неслухняний, примхливий, пустотливий, розхитаний, свавільний, сварливий
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά ιδιότροπος, ιδιότροπος συνωνυμα, ιδιότροπος λεξικό, ιδιότροπος in english, ιδιότροπος στα ουκρανικά, вередливий στα ελληνικά
ιδιότροπος στα ουκρανικά