lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

καυχιέμαι στα ουκρανικά

Λέξη:
καυχιέμαι (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (8):
вихваляння, похвала, похвалити, рекомендувати, рекомендуйте, розхвалити, розхвалювати, хвалити
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά καυχιέμαι, καυχιέμαι ορισμος, καυχιέμαι μετάφραση, καυχιέμαι αγγλικά, καυχιέμαι στα ουκρανικά, вихваляння στα ελληνικά
καυχιέμαι στα ουκρανικά