lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

βασιλεύω στα γαλλικά

Λέξη:
βασιλεύω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-γαλλικά
Μεταφράσεις (11):
diriger, dominer, gourmander, gouverner, manier, maîtriser, régenter, régir, régner, surveiller, trôner
Σχετικές λέξεις:
γαλλικά βασιλεύω, βασιλεύω στα γαλλικά, diriger στα ελληνικά
βασιλεύω στα γαλλικά