lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

κυκλοφορώ στα ουκρανικά

Λέξη:
κυκλοφορώ (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (8):
оберніться, обернутися, обертатися, розповсюджувати, розповсюджуватися, розповсюдити, розповсюдитися, циркулювати
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά κυκλοφορώ, κυκλοφορώ με ποδήλατο, κυκλοφορώ με ασφάλεια ως πεζός, κυκλοφορώ με ασφάλεια στο δρόμο, κυκλοφορώ με ασφάλεια στην πόλη, κυκλοφορώ με ασφάλεια παιχνιδια, κυκλοφορώ στα ουκρανικά, оберніться στα ελληνικά
κυκλοφορώ στα ουκρανικά