lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

κυκλοφορώ στα πολωνική

Λέξη:
κυκλοφορώ (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-πολωνική
Μεταφράσεις (4):
cyrkulować, krążyć, kursować, obiegać
Σχετικές λέξεις:
πολωνική κυκλοφορώ, κυκλοφορώ με ποδήλατο, κυκλοφορώ με ασφάλεια ως πεζός, κυκλοφορώ με ασφάλεια στο δρόμο, κυκλοφορώ με ασφάλεια στην πόλη, κυκλοφορώ με ασφάλεια παιχνιδια, κυκλοφορώ στα πολωνική, cyrkulować στα ελληνικά
κυκλοφορώ στα πολωνική