lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

λευκό στα ουκρανικά

Λέξη:
λευκό (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (9):
білизна, білити, біліть, застуда, простуда, ухилитися, ухиліться, ухилятися, холод
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά λευκό, λευκό όρος, λευκό φόρεμα, λευκό τυρί, λευκό τσάι, λευκό ποινικό μητρώο, λευκό στα ουκρανικά, білизна στα ελληνικά
λευκό στα ουκρανικά