lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

λευκό στα ρωσικά

Λέξη:
λευκό (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-ρωσικά
Μεταφράσεις (8):
белок, белый, бели, белизна, заболонь, выбеливать, обелять, отбеливать
Σχετικές λέξεις:
ρωσικά λευκό, λευκό όρος, λευκό φόρεμα, λευκό τυρί, λευκό τσάι, λευκό ποινικό μητρώο, λευκό στα ρωσικά, белок στα ελληνικά
λευκό στα ρωσικά