lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

μέτωπο στα ουκρανικά

Λέξη:
μέτωπο (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (13):
ведучий, диктор, клавіша, ключ, ключовий, лоб, лобовий, перед, перший, провідний, підсилений, управління, чоло
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά μέτωπο, μέτωπο όχι, μέτωπο ψηλά, μέτωπο πολισάριο, μέτωπο κύματος, μέτωπο εργαζομένων για τη συνδικαλιστική αντεπίθεση, μέτωπο στα ουκρανικά, ведучий στα ελληνικά
μέτωπο στα ουκρανικά