lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

μέτωπο στα πορτογαλικά

Λέξη:
μέτωπο (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (12):
capital, cara, cardinal, dirigente, faz, frente, fronte, moderador, principal, rosto, testa, vanguarda
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά μέτωπο, μέτωπο όχι, μέτωπο ψηλά, μέτωπο πολισάριο, μέτωπο κύματος, μέτωπο εργαζομένων για τη συνδικαλιστική αντεπίθεση, μέτωπο στα πορτογαλικά, capital στα ελληνικά
μέτωπο στα πορτογαλικά