lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

μίσχος στα ουκρανικά

Λέξη:
μίσχος (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (8):
вал, кермо, руль, ствол, стеблина, стебло, стерно, стовбур
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά μίσχος, μίσχος φύλλου, μίσχος φυτού, μίσχος σταφίδας, μίσχος στα αγγλικά, μίσχος ροδόπης, μίσχος στα ουκρανικά, вал στα ελληνικά
μίσχος στα ουκρανικά