lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

μεταρρύθμιση στα ουκρανικά

Λέξη:
μεταρρύθμιση (Αριθμός των γραμμάτων: 12)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (10):
викорінювати, викоріняти, перетворення, поліпшення, поліпшити, поліпшитися, поліпшувати, поліпшуватися, реформа, реформувати
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά μεταρρύθμιση, μεταρρύθμιση συνωνυμο, μεταρρύθμιση προσωρινής διαταγής, μεταρρύθμιση περιοδικό, μεταρρύθμιση ορισμός, μεταρρύθμιση λουθηρος, μεταρρύθμιση στα ουκρανικά, викорінювати στα ελληνικά
μεταρρύθμιση στα ουκρανικά