lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

κυβερνώ στα τσεχική

Λέξη:
κυβερνώ (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (12):
dominovat, krotit, mistrovat, opanovat, ovládat, ovládnout, panovat, převládat, spravovat, vládnout, vévodit, řídit
Σχετικές λέξεις:
τσεχική κυβερνώ, κυβερνώ συνώνυμο, κυβερνώ συνώνυμα, κυβερνώ παθητική φωνή, κυβερνώ μια διεφθαρμένη χώρα, κυβερνώ ετυμολογία, κυβερνώ στα τσεχική, dominovat στα ελληνικά
κυβερνώ στα τσεχική