lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

μοναχός στα ουκρανικά

Λέξη:
μοναχός (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (17):
безлюдний, виключний, винятковий, ексклюзивний, лиш, один, одинокий, особисто, просто, підошва, сам, самотинний, самотній, самітний, єдиний, ізолювати, ізолюйте
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά μοναχός, μοναχός τραγουδιστής, μοναχός στο κάτι ψήνεται, μοναχός σου χόρευε κι όσο θέλεις πήδα, μοναχός παίσιος, μοναχός μωυσής, μοναχός στα ουκρανικά, безлюдний στα ελληνικά
μοναχός στα ουκρανικά