lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ξύλο στα ουκρανικά

Λέξη:
ξύλο (Αριθμός των γραμμάτων: 4)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (15):
годувальниця, деревина, деревний, дерево, ліс, лісистий, лісний, лісною, лісній, лісовий, лісовою, лісової, лісовій, нянька, няньчити
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά ξύλο, ξύλο τικ, ξύλο στη βουλή, ξύλο σημύδας, ξύλο οξιάς, ξύλο ονειροκρίτης, ξύλο στα ουκρανικά, годувальниця στα ελληνικά
ξύλο στα ουκρανικά