lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ξύλο στα δανική

Λέξη:
ξύλο (Αριθμός των γραμμάτων: 4)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (8):
skov, træ, trevirke, ved, tømmer, tre, virke, ferle
Σχετικές λέξεις:
δανική ξύλο, ξύλο τικ, ξύλο στη βουλή, ξύλο σημύδας, ξύλο οξιάς, ξύλο ονειροκρίτης, ξύλο στα δανική, skov στα ελληνικά
ξύλο στα δανική